- ξουθός
- Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Έλληνα, εγγονός του Δευκαλίωνα και αδελφός του Δώρου και του Αιόλόυ. Είχε παντρευτεί την κόρη του Ερεχθέα Κρέουσα, και είχε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους κατάγονταν οι Ίωνες και οι Αχαιοί. Όπως μεταφέρει τον μύθο ο Ευριπίδης, στην τραγωδία του Ίων, η Κρέουσα, πριν από τον γάμο της με τον
Ξ., είχε αποκτήσει από τον Απόλλωνα έναν γιο, τον Ίωνα. Επειδή φοβήθηκε την οργή του πατέρα της Ερεχθέα, εγκατάλειψε το παιδί σε μια σπηλιά, απ’ όπου ο Ερμής το μετέφερε στους Δελφούς. Όταν παντρεύτηκε τον Ξ., δεν μπορούσε να κάνει παιδί, γι’ αυτό πήγαν μαζί στους Δελφούς για να ρωτήσουν το Μαντείο τι έπρεπε να κάνουν για να αποκτήσουν. Υπακούοντας στον χρησμό του Απόλλωνα, ο Ξ. δέχτηκε για γιο του το πρώτο πρόσωπο που είδε να βγαίνει από το ιερό, και αυτός ήταν ο Ίων. Η Κρέουσα θύμωσε με την υιοθεσία ενός παιδιού που πίστευε πως ήταν νόθος γιος του Ξ. και αποπειράθηκε να τον σκοτώσει. Την ανακάλυψαν όμως έγκαιρα και αναγκάστηκε να καταφύγει στον βωμό του Απόλλωνα για να μην τιμωρηθεί. Μια ιέρεια της έδειξε εκεί τα ρούχα που ήταν τυλιγμένος ο Ίων όταν ήταν μωρό, και η Κρέουσα αναγνώρισε το δικό της παιδί. Ο Ξ. γύρισε τελικά στην Αθήνα μαζί με την Κρέουσα και τον Ίωνα.
* * *ξουθός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που κινείται γρήγορα, ταχύς, ελαφρός, ευκίνητος2. (για μέλισσες) αυτός που βομβεί, που βουίζει3. (για ωδικό πτηνό) αυτός που κελαηδά, που έχει φωνή με τρίλιες4. (για φωνή ή βόμβο) οξύς, διαπεραστικός5. πυρρόξανθος, κιτρινωπός, χρυσοκίτρινος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ξουθός, ποιητική, αμφίβολης σημ. και ετυμολ., αποδίδεται ως επίθ. κυρίως στις μέλισσες και σε πτηνά, όπως είναι το αηδόνι, η αλκυόνη, ο ιππαλεκτρυών κ.ά. Οι αρχαίοι λεξικογράφοι αγνοούσαν την αυθεντική σημ. της. Το λεξικό Σούδα δίνει τα εξής ερμηνεύματα: «λεπτόν, καπυρόν, ἀργυροῦν, ξανθόν, καλόν, πυκνόν, ὀξύ, ταχύ». Αντίστοιχα, η λ. έχει μεταφραστεί ως «ταχύς, ευκίνητος, ζωηρός, οξύς, ηχηρός, κιτρινωπός». Κατά μία άποψη, η αυθεντική σημ. της είναι «ζωντανός, ζωηρός», απ' όπου η σημ. «οξύς, διαπεραστικός», ενώ η σημ. «χρυσοκίτρινος, κιτρινωπός» οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση της με το επίθ. ξανθός. Η μαρτυρία όμως τής λ. στη Μυκηναϊκή ως ανθρωπωνυμίου και ως ονόματος βοδιού οδήγησε στο να θεωρηθεί (κατά τη δεύτερη χιλιετηρίδα) επίθ. δηλωτικό χρώματος, «κιτρινωπός, ξανθός», άποψη αρκετά πιθανή. Η αναγνώριση στο «ξουθός ἱππαλεκτρυών» τής σημ. «λαμπρός, μεγαλεπίβολος, μεγαλόπρεπος» συνδυάζει την έννοια τού φοβερού με την έννοια τού λαμπερού, ενώ κατ' άλλους η λ. δηλώνει τον διαπεραστικό θόρυβο και συγκεκριμένα τον βόμβο τής μέλισσας, το τρίλισμα τού αηδονιού κ.λπ. Από ετυμολογική άποψη, η σύνδεση της με το επίθ. ξανθός δεν φαίνεται πειστική. Τέλος, έχει υποστηριχθεί και ότι η λ. ξουθός, όπως και τα ρ. ξαίνω, ξέω, ξύω ανάγονται στο πρωτο-ινδοευρωπαϊκό υπόστρωμα].
Dictionary of Greek. 2013.